Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επτα-
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επτα- [epta] & εφτα- [efta] & επτ- [ept], σπάνια όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a], & επτά- [eptá] ή εφτά- [eftá] ή έπτ- [épt], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετα συνήθ. επίθετα και τα παράγωγά τους· 1. δηλώνει ότι: α. το προσδιοριζόμενο έχει εφτά από τα στοιχεία που εκφράζει το β' συνθετικό: επτάγωνος, επτάεδρος, ~μελής, επτάστερος, επτάστιχος, ~σύλλαβος, επτάτομος, επτάχορδος. β. το προσδιοριζόμενο διαρκεί επί επτά συνεχείς χρονικές μονάδες (που εκφράζονται από το β' συνθετικό): ~ετής, εφταήμερος, επτάλεπτος· εφτάλεπτο, επτάμηνο, εφτάωρο· ~ετία· εφτάχρονος, για πρόσωπο με ηλικία εφτά χρόνων. γ. γίνεται, είναι ή επαναλαμβάνεται εφτά φορές αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: εφτάδιπλος, ~πλάσιος, ~πλασιάζω. || έπταθλο. 2. επιτείνει την ιδιότητα ή γενικά τη σημασία που εκφράζει το β' συνθετικό σχηματίζοντας σύνθετο υπερθετικό του· πεντα-2: εφτάγερος, πάρα πολύ γερός· ~σφράγιστος, πάρα πολύ καλά σφραγισμένος.

[1: λόγ. < αρχ. ἑπτ(α)- θ. του αριθμτ. ἑπτά ως α' συνθ.: αρχ. ἑπτά-χορδος, ἑπτα-ετία `διάρκεια ή ηλικία εφτά χρόνων΄, ἑπτα-πλάσιος, ελνστ. ἑπτα-πλασιάζω, ἑπτά-λοφος (για τη Ρώμη, μσν. για την Κωνσταντινούπολη) & διεθ. hepta- < αρχ. ἑπτα-: επτά-εδρο < γαλλ. heptaèdre· 2: από παλιότερες μαγικές αντιλήψεις για τον αριθμό 7: ελνστ. ἑπτά-φωτος λυχνία, μσν. επτά-σοφος τέχνη (η μαγεία)· μσν. εφτα- < επτα- με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] : δες στο επταπλάσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες