Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επταετής -ής -ές [eptaetís] Ε10 : 1.που διαρκεί εφτά χρόνια: Ο ~ πόλεμος. Επταετές συμβόλαιο, που ισχύει για εφτά χρόνια. 2. (λόγ., για πρόσ.) που έχει ηλικία εφτά ετών· εφτάχρονος.
[λόγ. < αρχ. ἑπταετής]



