Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επομένως [epoménos] σύνδ. συμπερ. : εισάγει λογικό συμπέρασμα που προκύπτει από τα προηγούμενα· άρα, κατά συνέπεια: Συνεχίζεται η απεργία στα τρένα· ~ το ταξίδι αναβάλλεται.
[λόγ. < αρχ. ἑπομένως `σύμφωνα με΄]



