Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εποικώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εποικώ [epikó] Ρ10.9α : (σπάν.) εγκαθίσταμαι, κατοικώ κάπου ως έποικος.

[λόγ. < αρχ. ἐποικῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες