Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εποικοδόμημα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εποικοδόμημα το [epikoδómima] Ο49 : το σύνολο των δευτερογενών στοιχείων κάθε κοινωνίας, των θεσμών, αρχών, ιδεών, τα οποία σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία εξαρτώνται από την υλική και οικονομική της διάρθρωση: Bάση και ~. Συζητούν αν το κράτος ανήκει στη βάση ή στο ~. || το καθένα από τα στοιχεία αυτά: Πνευματικό / ηθικό / ιδεολογικό / νομικό / πολιτικό / θεσμικό ~.

[λόγ. < ελνστ. ἐποικοδόμημα `οικοδομή χτισμένη πάνω σε άλλη΄ σημδ. γαλλ. superstructure]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go