Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εποικοδομητικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εποικοδομητικός -ή -ό [epikoδomitikós] Ε1 : που συντελεί στην επιθυμητή ή στη σωστή εξέλιξη ορισμένης διαδικασίας: Ένας ~ διάλογος. Εποικοδομητική κριτική. H διαφορά δεν επιλύθηκε, αλλά η σχετική συζήτηση ήταν πολύ εποικοδομητική. εποικοδομητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἐποικοδομη- (ἐποικοδομῶ) `χτίζω επάνω΄ -τικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go