Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιχαίρω [epixéro] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) χαίρομαι για ορισμένο κακό που συμβαίνει ιδίως σε κπ.
[λόγ. < αρχ. ἐπιχαίρω]
[Λεξικό Κριαρά]
- επιχαίρω· ’πιχαίρομαι.
-
- I. (Ενεργ.) καλοτυχίζω κάπ.:
- αυτού τον πλούτον μη επαινείς, μηδ’ επιχαίρεις τούτου (Σπαν. (Λάμπρ.) Va 233).
- II. Μέσ.
- Α´ (Μτβ.) (στο β´ πρόσ.) «χαίρομαι» κάπ.:
- Μάννα, να ’πιχαρείς τ’ αδέλφια μου (Αρμούρ. 5· Διγ. Esc. 1141).
- Β´ (Αμτβ.) (προκ. για ευχή, στο β´ πρόσ.) χαίρομαι:
- Να ’πιχαρείς, ω λυγερή, πέψε με ολίγον πόθον (Ερωτοπ. 87).
- Α´ (Μτβ.) (στο β´ πρόσ.) «χαίρομαι» κάπ.:
[αρχ. επιχαίρω. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- I. (Ενεργ.) καλοτυχίζω κάπ.:



