Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιφυλακτικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιφυλακτικός -ή -ό [epifilaktikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από επιφύλαξη, που δεν εκδηλώνει σκέψεις ή συναισθήματα και δεν προβαίνει σε ενέργειες με αμφίβολα αποτελέσματα ούτε αποφασίζει ή διακινδυνεύει κτ. εύκολα: ~ άνθρωπος. Aκόμη δεν ακούσαμε τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης και είμαστε επιφυλακτικοί. Είναι κάποιος ~ σε κτ. / με κπ. Επιστήμονας πολύ ~ στις κρίσεις και στα συμπεράσματά του. Οι ιθαγενείς ήταν πολύ επιφυλακτικοί με τους ξένους. Οι αγοραστές είναι σήμερα περισσότερο επιφυλακτικοί· δύσκολα αποφασίζουν να αγοράσουν. || Επιφυλακτική συμπεριφορά / απάντηση / κρίση. Επιφυλακτικό χαμόγελο. επιφυλακτικά ΕΠIΡΡ: Ενεργεί / συμπεριφέρεται ~.

[λόγ. επιφυλακ- (επιφυλάσσω) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες