Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιφοιτώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιφοιτώ [epifitó] Ρ10.1α : στην έκφραση επιφοιτά το Άγιο Πνεύμα, γίνεται επιφοίτηση.

[λόγ. < αρχ. ἐπιφοιτῶ `συχνάζω΄ κατά τη σημ. της λ. επιφοίτηση]

[Λεξικό Κριαρά]
επιφοιτώ.
  • (Προκ. για το Άγιο Πνεύμα):
    • (Φυσιολ. 36617).

[αρχ. επιφοιτάω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες