Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- επιτροπικός, επίθ.
-
- Που σχετίζεται με τον επίτροπο:
- (Ψευδο-Σφρ. 3703)·
- εξεβλήθη της επιτροπικής εξουσίας (Δούκ. 3436).
- Το θηλ. ως ουσ. =
- 1) Δικαιοδοσία του επιτρόπου:
- (Ψευδο-Σφρ. 2728).
- 2) Η ιδιότητα του επιτρόπου (ιερού ναού):
- (Συναδ. φ. 134v).
- 1) Δικαιοδοσία του επιτρόπου:
[αρχ. επίθ. επιτροπικός. Το θηλ. και σήμ. ποντ.]
- Που σχετίζεται με τον επίτροπο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιτροπικός -ή -ό [epitropikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με τον επίτροπο. 2. (ως ουσ.) το επιτροπικό: α. η δικαιοδοσία, η εξουσία του επιτρόπου. β. το έγγραφο με το οποίο κάποιος διορίζεται επίτροπος.
[λόγ. < αρχ. ἐπιτροπικός (στη σημ. 1)]



