Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επιτελάρχης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιτελάρχης ο [epiteláris] Ο10 : αξιωματικός επικεφαλής ορισμένου επιτελείου: Ο ~ της μεραρχίας / της στρατιάς / της ταξιαρχίας. Στη δεξίωση παρευρίσκονταν ο διοικητής του Γ' Σώματος Στρατού και ο ~ του.

[λόγ. επιτελ(ής) + -άρχης κατά το στρατάρχης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go