Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιταχύνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιταχύνω [epitaxíno] -ομαι Ρ8.1 : α.αυξάνω την ταχύτητα με την οποία κινείται ή λειτουργεί κτ., το κάνω να κινείται ή να λειτουργεί γρηγορότερα: ~ το αυτοκίνητο / τη μηχανή. Kίνηση που επιταχύνεται ομαλά. ANT επιβραδύνεται. β. αυξάνω την ταχύτητα με την οποία γίνεται κτ., το κάνω να γίνεται γρηγορότερα. ANT επιβραδύνω: ~ το βήμα μου / την παραγωγή. Πρέπει να επιταχύνουμε τις προετοιμασίες. H τεχνητή θέρμανση επιταχύνει την ανάπτυξη των φυτών. Mε τον πόλεμο επιταχύνεται η τεχνική εξέλιξη / επιταχύνονται οι κοινωνικές αλλαγές. || επισπεύδω. ANT καθυστερώ: Πρέπει να επιταχύνουμε την αναχώρηση / την επιστροφή. H οικονομική κρίση θα επιταχύνει την πτώση της κυβέρνησης.

[λόγ. < αρχ. ἐπιταχύνω `επισπεύδω΄ & σημδ. γαλλ. accélérer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες