Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιτήδεια
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
επιτήδεια, επίρρ.· ’πιτήδεια.
  • 1)
    • α) Με επιτηδειότητα, κατάλληλα:
      • ήκλωθε τόσα ονόστιμα κι έτσι πολλά ’πιτήδεια (Πανώρ. Β´ 97· Θησ. Ζ´ [626]
    • β) προσεκτικά:
      • (Ιμπ. (Legr.) 124).
  • 2) Κατάλληλα, με τάξη:
    • με φαγητά πολλώ λογιών ’πιτήδεια ορδινιασμένα (Κατζ. Γ´ 546).

[<επίθ. επιτήδειος. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες