Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επιτάχυνση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιτάχυνση η [epitáxinsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιταχύνω, αύξηση της ταχύτητας με την οποία κινείται ή λειτουργεί κτ. ANT επιβράδυνση: ~ της κίνησης ενός οχήματος / της λειτουργίας μιας μηχανής. ~ του βήματος / της εργασίας. || επίσπευση: ~ των διαπραγματεύσεων. || (φυσ.) η μεταβολή της ταχύτητας ενός κινούμενου σώματος στη μονάδα του χρόνου, ιδίως σε ένα δευτερόλεπτο: Aρχική ταχύτητα και ~. Θετική ~, για αύξηση της ταχύτητας. Aρνητική ~, για μείωση της ταχύτητας. Kινητήρας / αυτοκίνητο με μεγάλη / υψηλή ~, με δυνατότητα μεγάλης αύξησης της ταχύτητας σε μικρό χρονικό διάστημα. ~ της βαρύτητας. || (ιατρ.): Στρες από ~.

[λόγ. επιταχύν(ω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. accélération (σύγκρ. ελνστ. ἐπιτάχυσις `βιασύνη΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go