Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιτάφιος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
επιτάφιος, επίθ.· επιταφιός.
  • Που αναφέρεται στην ταφή, νεκρικός:
    • τροπάρια, άσματα επιτάφια (Παϊσ., Ιστ. Σινά 634).
  • Το αρσ. ως ουσ. =
    • 1) Επικήδειος:
      • (Κυπρ. ερωτ. 10125).
    • 2) Ιερό άμφιο με την εικόνα της ταφής του Χριστού:
      • εσύναξον … καλύμματα εκλεκτά, επιταφίους (Δωρ. Μον. ΧΧΧΙΙ).
  • Το ουδ. ως ουσ. = επιγραφή πάνω σε τάφο:
    • όλα ’χαν (ενν. τα σεντούκια) επιτάφιον το όνομα (Θησ. Ι´ [87]).

[αρχ. επίθ. επιτάφιος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιτάφιος -α -ο [epitáfios] Ε6 : 1α.που τοποθετείται επάνω σε τάφο: Ένας ~ σταυρός. Επιτάφια πλάκα. β. που γίνεται στον τάφο ιδίως κατά την ώρα της ταφής: Επιτάφιες τελετές. Ο επιτάφιος λόγος του Θουκυδίδη / Λυσία. || (ως ουσ.) ο επιτάφιος: Στον επιτάφιο θαυμάζεις το μεγαλείο του Θουκυδίδη. 2α. Επιτάφιος Θρήνος και ως ουσ. ο Επιτάφιος, τμήμα της ιερής ακολουθίας που ψάλλεται κατά τη νύχτα της Mεγάλης Παρασκευής και με επέκταση ολόκληρη η ακολουθία αυτή: H ακολουθία του Επιταφίου. β. (ως ουσ.) ο Επιτάφιος: β1. ύφασμα επάνω στο οποίο είναι κεντημένη ή ζωγραφισμένη η παράσταση του νεκρού Xριστού και συνήθ. προσώπων που σχετίζονται με την ταφή του. β2. το ειδικό κουβούκλιο, μέσα στο οποίο τοποθετείται ο Επιτάφιος κατά τη Mεγάλη Παρασκευή: Στολίζουν / προσκυνούν τον Επιτάφιο. Λουλούδια για / από τον Επιτάφιο. Περιφορά του Επιταφίου.

[λόγ.: 1: αρχ. ἐπιτάφιος· 2: μσν. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες