Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επιτάσσω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιτάσσω [epitáso] -ομαι Ρ2.2 : 1.(λόγ.) δίνω εντολή· διατάσσω: Ο νόμος / η θρησκεία / η τιμή επιτάσσει… 2. κάνω επίταξη σε κτ.: Επιταγμένα άλογα / μουλάρια / αυτοκίνητα / σπίτια. Είχαν επιτάξει ακόμα και τα κάρα.

[λόγ.: 1: αρχ. ἐπιτάσσω· 2: κατά τη σημ. της λ. επίταξη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go