Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιστημονικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
επιστημονικός, επίθ.
  • Που ασχολείται με την επιστήμη:
    • κάθε επιστημονικός άνθρωπος πάντοτε εις τες σπουδές αγρυπνά (Καλούδ., Προσκυν. β´).

[αρχ. επίθ. επιστημονικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιστημονικός -ή -ό [epistimonikós] Ε1 : που αναφέρεται στην επιστήμη γενικά, σε ορισμένη επιστήμη ή στον επιστήμονα: Επιστημονική ακρίβεια / πρόοδος. Ένας ~ κλάδος. Επιστημονικό θέμα / ενδιαφέρον. || Επιστημονική φαντασία, διήγηση η οποία στηρίζεται σε φανταστικές προβλέψεις για τη μελλοντική πρόοδο της επιστήμης και της τεχνολογίας και περιγράφει καταστάσεις και γεγονότα που υποτίθεται ότι συμβαίνουν στα πλαίσια τέτοιων πολιτισμών: Mυθιστόρημα / φιλμ επιστημονικής φαντασίας. α. που έχει σχέση με τις εργασίες, οι οποίες γίνονται στα πλαίσια ορισμένης επιστήμης: Επιστημονική έρευνα / αποστολή. Σπουδαία επιστημονική ανακάλυψη / εργασία. Επιστημονικό συνέδριο / σύγγραμμα. β. που χρησιμοποιείται κυρίως στα πλαίσια ορισμένης επιστήμης: ~ όρος. Επιστημονική ορολογία. Kοινή και επιστημονική ονομασία ενός φυτού. γ. που έχει την ακρίβεια, την εγκυρότητα, την αντικειμενικότητα κτλ., την οποία απαιτεί η επιστήμη: Επιστημονική μελέτη ενός θέματος / ενημέρωση. Επιστημονικό ήθος. ~ σοσιαλισμός, ο μαρξισμός. δ. που περιλαμβάνει επιστήμονες ιδίως ορισμένης επιστήμης: Ένας ~ σύλλογος. Tο θέμα συζητιέται στους επιστημονικούς κύκλους. Επιστημονικό προσωπικό. επιστημονικά ΕΠIΡΡ: Εργάζεται ~. Εξετάζει κάποιος ~ ένα θέμα.

[λόγ. < αρχ. ἐπιστημονικός & σημδ. γαλλ. scientifique & αγγλ. science]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες