Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επιστήθιος -α -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
επιστήθιος, επίθ.
  • (Προκ. για φίλο) στενός:
    • Ιωάννου, επιστηθίου φίλου του Χριστού (Απολλών. 795).

[<πρόθ. επί + ουσ. στήθος. Η λ. τον 4. αι., στο LBG και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιστήθιος -α -ο [epistíθios] Ε6 : α.(λόγ.) που φοριέται πάνω στο στήθος: ~ σταυρός, που φορούν οι επίσκοποι ως ενδεικτικό του βαθμού τους. β. (μτφ.) πολύ αγαπητός: ~ φίλος.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιστήθιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go