Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επισκευαστικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επισκευαστικός -ή -ό [episkevastikós] Ε1 : που έχει σχέση με την επισκευή: Tο επισκευαστικό τμήμα ενός εργοστασίου αυτοκινήτων. Επισκευαστικές εργασίες.

[λόγ. επισκευασ- (επισκευάζω) -τικός (πρβ. ελνστ. ἐπισκευαστικός `προπαρασκευαστικός΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go