Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επισημοποίηση η [episimopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επισημοποιώ: H ~ του δεσμού τους έγινε τα Xριστούγεννα.
[λόγ. επισημοποιη- (επισημοποιώ) -σις > -ση]



