Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιπρόσθετος -η -ο [epiprósθetos] Ε5 : (λόγ., ιδ. για έμφαση) που προστίθεται σε αυτό που ήδη υπάρχει, πρόσθετος.
επιπροσθέτως & επιπρόσθετα ΕΠIΡΡ. [λόγ. επι- πρόσθετος· λόγ. επιπρόσθετ(ος) -ως]



