Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επιπρόσθετος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιπρόσθετος -η -ο [epiprósθetos] Ε5 : (λόγ., ιδ. για έμφαση) που προστίθεται σε αυτό που ήδη υπάρχει, πρόσθετος. επιπροσθέτως & επιπρόσθετα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. επι- πρόσθετος· λόγ. επιπρόσθετ(ος) -ως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go