Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επιπλήττω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιπλήττω [epiplíto] -ομαι Ρ2.2 αόρ. επέπληξα, απαρέμφ. επιπλήξει : κάνω επίπληξη, κυρίως προφορική, σε κπ.· τον μαλώνω: Tον επέπληξε ο διευθυντής του, γιατί άργησε να έρθει. ~ έντονα κπ.

[λόγ. < αρχ. (αττ. διάλ.) ἐπιπλήττω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go