Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιπλέον
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιπλέον [epipléon] επίρρ. ποσ. : εκφέρει: 1. απλώς ένα επιπρόσθετο στοιχείο· παραπάνω: Xρειάζομαι πέντε μέτρα ~, ακόμη, παραπάνω. Έχει τα εκτός έδρας ~ του μισθού του / από το μισθό του. Ο μισθός είναι μικρός αλλά έχει πολλά ~, εξτρά. 2. ένα επιπρόσθετο στοιχείο σοβαρότερο κατά την άποψη του ομιλητή από τα προηγούμενα· εκτός αυτού, συν τοις άλλοις: Δεν είναι πρακτικό και ~ είναι και ακριβό. Tον συμβούλεψε και ~ τον βοήθησε και οικονομικά. Εκτός του ότι είναι τεμπέλης είναι ~ και ανάγωγος, είναι και ανάγωγος συν τοις άλλοις. 3. στη θέση μεταβατικού συνδέσμου, για να προστεθούν επιπρόσθετες ισότιμες και ίσως σοβαρότερες πληροφορίες· εξάλλου, επίσης, συν τοις άλλοις: ~ έχω να προσθέσω και το εξής. 4. σε ονοματική χρήση: α. (ως ουσ.) το επιπλέον, το παραπάνω, το παραπανίσιο: Tι το χρειάζεσαι το ~; β. (ως επίθ.) επιπρόσθετος: Yπάρχουν ~ λόγοι που με οδηγούν σε αυτή την απόφαση. Ένας ~ αλλά ισοδύναμος όρος.

[λόγ. < αρχ. φρ. ἐπί πλέον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες