Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιορκία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιορκία η [epiorkía] Ο25 : παράβαση από κπ. του όρκου που ο ίδιος έχει δώσει: H ~ εκτός από αμάρτημα είναι αδίκημα και τιμωρείται.

[λόγ. < αρχ. ἐπιορκία]

[Λεξικό Κριαρά]
επιορκία η· αφιορκία· αφορκία, (Χριστ. διδασκ. 298θεορκία, (Ασσίζ. 3206’φιορκία.
  • Καταπάτηση όρκου, ψευδορκία:
    • (Χρον. Μορ. P 4796).

[αρχ. ουσ. επιορκία. Ο τ. θεορκία με επίδρ. της λ. Θεός. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες