Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επινοητής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επινοητής ο [epinoitís] Ο7 θηλ. επινοήτρια [epinoítria] Ο27 : αυτός που έχει επινοήσει κτ.

[λόγ. < ελνστ. ἐπινοητής· λόγ. επινοη(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go