Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επινεύω [epinévo] Ρ αόρ. επένευσα, απαρέμφ. επινεύσει : (λόγ.) εκδηλώ νω τη συμφωνία ή τη συναίνεσή μου με ανάλογη κίνηση του κεφαλιού· (πρβ. κατανεύω).
[λόγ. < αρχ. ἐπινεύω]



