Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επινεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επινεύω [epinévo] Ρ αόρ. επένευσα, απαρέμφ. επινεύσει : (λόγ.) εκδηλώ νω τη συμφωνία ή τη συναίνεσή μου με ανάλογη κίνηση του κεφαλιού· (πρβ. κατανεύω).

[λόγ. < αρχ. ἐπινεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες