Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιμετρώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιμετρώ [epimetró] Ρ10.11α -ούμαι Ρ10.9β & -ώμαι Ρ11 : κάνω επιμέτρηση.

[λόγ. < αρχ. ἐπιμετρῶ `κατανέμω΄, ελνστ. σημ.: `προσθέτω στο μέτρο΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες