Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επιμερισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιμερισμός ο [epimerizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιμερίζω: Nα γίνει ~ των ευθυνών για την αποτυχία.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιμερισμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go