Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επιμερίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιμερίζω [epimerízo] -ομαι Ρ2.1 : (για σύνολο) καθορίζω το τμήμα του που αντιστοιχεί στο καθένα από τα πρόσωπα, τα οποία σχετίζονται με αυτό: H συνολική ευθύνη για το κυβερνητικό έργο ανήκει στον πρωθυπουργό, επιμερίζεται όμως στους υπουργούς.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιμερίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go