Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιμένων
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιμένων ο [epiménon] Ο (βλ. Ε12) : (λόγ.) αυτός που επιμένει: Ο ~ νικά.

[λόγ. μεε. του επιμένω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες