Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- επιληπτικός, επίθ.
-
- Έκφρ. επιληπτική νόσος = επιληψία:
- (Notizb. 80).
[αρχ. επίθ. επιληπτικός. Η λ. και σήμ.]
- Έκφρ. επιληπτική νόσος = επιληψία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιληπτικός -ή -ό [epiliptikós] Ε1 : που αναφέρεται στην επιληψία: Επιληπτική κρίση. Επιληπτικά φαινόμενα. || (ως ουσ.) ο επιληπτικός, θηλ. επιληπτική, αυτός που πάσχει από επιληψία.
[λόγ. < αρχ. ἐπιληπτικός]



