Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επικύρωση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επικύρωση η [epikírosi] Ο33 : 1.ενέργεια με την οποία κάποιος αρμόδιος, συνήθ. δημόσια αρχή ή υπηρεσία, χαρακτηρίζει ως έγκυρη μια νομική πράξη, διαδικασία κτλ.: H συμφωνία θα ισχύσει μετά την επικύρωσή της από τα κοινοβούλια των δύο χωρών. 2. (σπάν.) επιβεβαίωση.

[λόγ. < αρχ. ἐπικύρω(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go