Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επικόλληση η [epikólisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επικολλώ: ~ των ενσήμων. Στο έγγραφο υπάρχει ειδική θέση για ~ χαρτοσήμου / φωτογραφίας.
[λόγ. επικολλη- (επικολλώ) -σις > -ση]



