Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επικρούω
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
επικρούω· επικρούγω.
  • Σείω:
    • άνεμος … επέκρουγεν τα δένδρα (Αχιλλ. O 416).

[αρχ. επικρούω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go