Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επικριτής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επικριτής ο [epikritís] Ο7 θηλ. επικρίτρια [epikrítria] Ο27 : αυτός που επικρίνει κπ. ή κτ.: Aυστηρός ~. Οι επικριτές της κυβερνητικής πολιτικής.

[λόγ. < ελνστ. ἐπικριτής `κριτής, διαιτητής΄ κατά τη σημ. του επικρίνω· λόγ. επικρι(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες