Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επικρεμάμενος -η -ο [epikremámenos] Ε5 : (λόγ.) για κακό που επικρέμαται, που πρόκειται να συμβεί ή να εκδηλωθεί και να προκαλέσει βλάβη: Ο ~ κίνδυνος. H επικρεμάμενη συμφορά.
[λόγ. < αρχ. ἐπικρεμάμενος (κίνδυνος) μπε. του ἐπικρέμαμαι]



