Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επικρεμάμενος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επικρεμάμενος -η -ο [epikremámenos] Ε5 : (λόγ.) για κακό που επικρέμαται, που πρόκειται να συμβεί ή να εκδηλωθεί και να προκαλέσει βλάβη: Ο ~ κίνδυνος. H επικρεμάμενη συμφορά.

[λόγ. < αρχ. ἐπικρεμάμενος (κίνδυνος) μπε. του ἐπικρέμαμαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go