Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επικούρειος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επικούρειος -α -ο [epikúrios] Ε6 : 1.που έχει σχέση με τον Επίκουρο και ιδίως με τις απόψεις του: Επικούρεια φιλοσοφία / ηθική / διδασκαλία. Οι επικούρειοι φιλόσοφοι. || (ως ουσ.) ο επικούρειος, ο επικούρειος φιλόσοφος. 2. (σπάν.) ευδαιμονιστικός: Επικούρεια διάθεση / νοοτροπία. || (ως ουσ.) ο επικούρειος, ο ευδαιμονιστής.

[λόγ. < ελνστ. Ἐπικούρειος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go