Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επικουρικός -ή -ό [epikurikós] Ε1 : 1.που έχει ως προορισμό την παροχή στρατιωτικής βοήθειας: Επικουρικά στρατεύματα. Επικουρικές στρατιωτικές δυνάμεις. 2. που παίζει δευτερεύοντα ή συμπληρωματικό ρόλο. ANT κύριος: Επικουρική ασφάλιση / σύνταξη. Επικουρικό ασφαλιστικό ταμείο. || (ανατ.) Επικουρικοί αναπνευστικοί σωλήνες. || βοηθητικός: Ένας ~ διάδρομος. Επικουρική είσοδος.
επικουρικά ΕΠIΡΡ. [λόγ.: 1: αρχ. ἐπικουρικός· 2: σημδ. γαλλ. subsidiaire]



