Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επικλινής -ής -ές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επικλινής -ής -ές [epiklinís] Ε10 : που έχει κλίση· πλάγιος, πλαγιαστός: Επικλινές επίπεδο, που δεν είναι ούτε οριζόντιο ούτε κάθετο. Επικλινές έδαφος, κατηφορικό. ~ τοίχος. επικλινώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἐπικλινής, ελνστ. ἐπικλινῶς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go