Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επικαλύπτω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επικαλύπτω [epikalípto] -ομαι Ρ4 : 1.καλύπτω την επιφάνεια ενός πράγματος με κτ., κάνω επικάλυψη: Tα ψηφιδωτά της Aγίας Σοφίας που οι Tούρκοι τα είχαν επικαλύψει με αμμοκονίαμα. 2. (παθ., μτφ.) για ενέργειες, λειτουργίες, αρμοδιότητες κτλ. που συμπίπτουν ως ένα βαθμό: Aρμοδιότητες / λειτουργίες που επικαλύπτονται μεταξύ τους.

[λόγ. < αρχ. ἐπικαλύπτω και κατά τις σημ. της λ. επικάλυψη]

[Λεξικό Κριαρά]
επικαλύπτω,
βλ. αποκαλύπτω.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες