Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επικέντρωση η [epikéndrosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επικεντρώνω: ~ του ενδιαφέροντος / των προσπαθειών σε κτ. || (σπάν.): ~ της κάννης.
[λόγ. < ελνστ. ἐπικέντρω(σις) `κατοχή κεντρικού σημείου΄ -ση κατά τη σημ. των επίκεντρο, επικεντρώνω]



