Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επικάρδιο το [epikárδio] Ο40 : (ανατ.) μεμβράνη που καλύπτει εξωτερικά το περικάρδιο.
[λόγ. < νλατ. epicardium < epi- = επι- + αρχ. καρδ(ία) -ium = -ιον]



