Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επικάλυμμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επικάλυμμα το [epikálima] Ο49 : αντικείμενο ή κατασκευή με την οποία γίνεται μια επικάλυψη.

[λόγ. < αρχ. ἐπικάλυμμα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go