Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επικάθομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επικάθομαι [epikáθome] Ρ (βλ. κάθομαι) : (συνήθ. για πργ.) είμαι, βρίσκομαι επάνω σε κτ. ή επάνω από κτ.: Σκόνη έχει επικαθίσει επάνω στα έπιπλα. Tο νέφος της ρύπανσης επικάθεται απειλητικό στον ουρανό της Aθήνας.

[λόγ. προσαρμ. στη δημοτ. του επικάθημαι, κατά το κάθημαι > κάθομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες