Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επικάθομαι [epikáθome] Ρ (βλ. κάθομαι) : (συνήθ. για πργ.) είμαι, βρίσκομαι επάνω σε κτ. ή επάνω από κτ.: Σκόνη έχει επικαθίσει επάνω στα έπιπλα. Tο νέφος της ρύπανσης επικάθεται απειλητικό στον ουρανό της Aθήνας.
[λόγ. προσαρμ. στη δημοτ. του επικάθημαι, κατά το κάθημαι > κάθομαι]



