Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιθέτω [epiθéto] Ρ αόρ. επέθεσα, απαρέμφ. επιθέσει : (λόγ.) βάζω κτ. πάνω σε κτ. άλλο.
[λόγ. < αρχ. ἐπιτίθημι με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το τίθημι > θέτω]



