Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιεικώς
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
επιεικώς, επίρρ.
  • Με καλή διάθεση:
    • (Διγ. Gr. 1643).

[αρχ. επίρρ. επιεικώς. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες