Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιδοτήριο το [epiδotírio] Ο40 : έγγραφο που βεβαιώνει ότι έγινε ορισμένη επίδοση, ότι κτ., ιδίως ορισμένο έγγραφο, παραδόθηκε σε κπ., ιδίως στον παραλήπτη του.
[λόγ. επίδο(σις) 1 -τήριον]



