Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιδοματούχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιδοματούχος ο [epiδomatúxos] Ο18 θηλ. επιδοματούχος [epiδomatú xos] Ο35 : αυτός που παίρνει επίδομα ως οικονομική ενίσχυση: Kαταβολή του δώρου των Xριστουγέννων στους επιδοματούχους του δημοσίου.

[λόγ. επιδοματ- (επίδομα) + -ούχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες