Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επιδιασκόπιο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιδιασκόπιο το [epiδiaskópio] Ο40 : συσκευή που χρησιμοποιείται για την προβολή εικόνων, διαφανών ή αδιαφανών, και αντικειμένων.

[λόγ. < γαλλ. épidiascope < épi- = επι- + dia- = δια- + -scope = -σκόπιον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go