Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιδημώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιδημώ [epiδimó] Ρ10.9α : α.(λόγ.) διαμένω, ιδίως μόνιμα, σε έναν τόπο. β. (για αρρώστια) εμφανίζομαι με τη μορφή επιδημίας: Επιδημεί μια νόσος.

[λόγ. < αρχ. ἐπιδημῶ (στη σημ. α)]

[Λεξικό Κριαρά]
επιδημώ.
  • Έρχομαι, φτάνω:
    • (Ιστ. Ηπείρ. III4).

[αρχ. επιδημέω. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες